- καθωσπρεπισμός
- οτο να φέρεται κανείς ή να φαίνεται καθώς πρέπει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθωσπρεπισμός — ο το να είναι κάποιος καθωσπρέπει, η ευπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)